- στεφάνη
- Όνομα τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.).
2. Ημιορεινός οικισμός (109 κάτ., υψόμ. 185 μ.), στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βασιλικού.
3. Ορεινός οικισμός (453 κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην επαρχία Θήβας του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (31 τ. χλμ., 453 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Κοκκίνι (3 κάτ., υψόμ. 400 μ.).
* * *η, ΝΜΑ1. καθετί που περιβάλλει κάτι κυκλικώς σαν ταινία προκειμένου να τό προφυλάξει ή να τό διακοσμήσει, στεφάνι, γύρος, τσέρκι (α. «στεφάνη βαρελιού» β. «ὑπὸ στεφάνου εὐχάλκου», Ομ. Ιλ.)2. γυναικείο κυρίως κόσμημα τής κεφαλής, διάδημα, στέμμα3. το προεξέχον χείλος ή άκρο ή κράσπεδο σκεύους, όρους ή άλλου πράγματος (α. «στεφάνη τού τροχού» β. «ὄρος... τούτου δ' ἡ περίμετρος τῆς ἄνω στεφάνης οὐ λείπει τῶν ἑκατὸν σταδίων», Πολ.)4. (γεωμ.) η επιφάνεια που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ομόκεντρων περιφερειώννεοελλ.1. αστρον. το προς τα έξω μεγαλύτερο τμήμα τού φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον δίσκο τού Ηλίου ή τής Σελήνης κατά την ολική έκλειψή τους, αλλ. στέμμα2. (ανατ.-ιατρ.) το τμήμα τού δοντιού το οποίο καλύπτεται από αδαμάντινη ουσία και προβάλλει σχεδόν τελείως από τα ούλα, αλλ. μύλη3. βοτ. το σύνολο τών πετάλων ενός άνθους4. φρ. α) «στεφάνη τής βαλάνου τού πέους»(ανατ.-ιατρ.) το χείλος τής βάσης τής βαλάνου που προεξέχειβ) «τεχνητή στεφάνη»ιατρ. σταθερή πρόθεση που καλύπτει την ανατομική στεφάνη ενός δοντιού η οποία έχει υποστεί σημαντική βλάβη και κατασκευάζεται από μέταλλο, κεραμικό, κεραμικό επάνω σε μέταλλο ή πλαστικό υλικό, αλλ. κορόναμσν.(στο Βυζ.) ο τρόπος κουράς τών κληρικώναρχ.1. η περικεφαλαία2. ιατρ. α) η στεφανιαία ραφή τού θόλου τού κρανίουβ) (στο μάτι) i) τα άκρα τού κερατοειδούς χιτώνα, όπου αυτός ενώνεται με τον σκληρό χιτώναii) τα άκρα τών βλεφάρωνiii) η κόρη τού ματιούγ) κυκλοτερής μυς, όπως λ.χ. είναι ο σφιγκτήρας τού πρωκτού3. το ανώτατο χείλος τής οπλής τών ζώων4. είδος δάφνης για την κατασκευή στεμμάτων5. η εξωτερική περιφέρεια θόλου6. θριγκός, ακροτοίχιο οικοδομήματος7. τμήμα τής ποδοστράβης, τής παγίδας με την οποία συλλαμβάνονται τα θηράματα από τα πόδια8. στον πληθ. αἱ στεφάναια) οι ραβδώσεις τού τριχώματος τού ονάγρου, τής ζέβραςβ) αστρολ. οι κύκλοι που, κατά τους αρχαίους διανοητές, αποτελούν το σύμπανγ) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι».[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -άνη, που απαντά σε ον. εργαλείων (πρβλ. δρεπ-άνη, λεκ-άνη)].
Dictionary of Greek. 2013.